συζυγία

συζυγία
η, ΝΜΑ [σύζυγος]
1. υπαγωγή στον ίδιο ζυγό, ένωση, σύζευξη
2. συζυγικός δεσμός
νεοελλ.
1. αστρον. ορισμένη θέση τής Σελήνης ή ενός πλανήτη σε σχέση με τον Ήλιο κατά την οποία τα δύο αυτά ουράνια σώματα βρίσκονται είτε σε σύνοδο είτε σε αντίθεση
2. γραμμ. το σύνολο τών τύπων με τους οποίους είναι δυνατόν να εμφανίζεται ένα ρήμα για να εκφράσει τις κατηγορίες τού χρόνου, τού ποιού ενεργείας, τής τροπικότητας, τού αριθμού, τού προσώπου («πρώτη συζυγία»)
3. βιολ. α) ειδική άρθρωση τών βραχιόνων τών κρινοειδών εχινοδέρμων κάθετη προς τον άξονα τών βραχιόνων και χωρίς μύες
β) ο αριθμός τών ατόμων, από 2 έως 5, που συγκροτούν αλυσίδα στις γρεγαρίνες
γ) η συνένωση τών ομόλογων χρωματοσωμάτων κατά την προμείωση
4. φρ. α) «εγκεφαλική συζυγία»
ανατ. καθένα από τα δώδεκα ζεύγη τών εγκεφαλικών νεύρων
β) «συζυγία φορτίου»
φυσ. η θεωρητική διαδικασία τής προσαρμογής τών εξισώσεων και τύπων που περιγράφουν ένα στοιχειώδες σωματίδιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν την περιγραφή και τού αντισωματιδίου του
μσν.-αρχ.
ερωτικό σμίξιμο άνδρα με γυναίκα, ζευγάρωμα, συνουσία
αρχ.
1. η ένωση τών κλάδων με τον κορμό
2. ζεύγος ζώων συνεζευγμένων στον ίδιο ζυγό, συνωρίς* («συζυγίαν πώλων», Ευρ.)
3. ζεύγος προσώπων
4. (γενικά) ζεύγος, ζευγάρι, δυάδα («συζυγίην μήλων δῶκεν ἐμοί», Ανθ. Παλ.)
5. (ιδίως σε καιρό πολέμου) απόσπασμα αποτελούμενο από τέσσερα πολεμικά άρματα
6. σύνδεση λέξεων ή πραγμάτων κατά ζεύγη
7. η σχέση τών όρων ενός συλλογισμού
8. γραμμ. η κλίση τών ρημάτων («ἤ δι' ὧν ἡ πρώτη συζυγία τῶν βαρυτόνων λέγεται, διὰ τοῡ κ ἐπὶ γενικῆς κλίνεται, κήρυκος, πέλυκος», Αθήν.)
9. κάθε σύστημα συγγενών λέξεων, όπως λ.χ. οι λέξεις σοφός, σοφώς, σοφία
10. (στην προσωδία) το μικρότερο σύστημα ποδών σε μια μετρική παράθεση, η διποδία
11. συγκοπή
12. αστρον. α) η διαφορά ή και η αντίθεση τού χρόνου τής ανατολής και τής δύσης δύο αστέρων
β) τα ζωδιακά σημεία που ανατέλλουν και δύουν μεταξύ τών ίδιων σημείων τού ορίζοντα
13. οι σύνοδοι και οι αντιθέσεις τής Σελήνης προς τον Ήλιο
14. φρ. α) «ἄρσενα συζυγίαν» — η ύπαρξη δύο αρσενικών παιδιών επιγρ. β) «κατὰ συζυγίας»
(ιδίως για ζώα) κατά ζεύγη, ζευγαρωτά
γ) «αἱ κατὰ συζυγίαν ἀντικείμεναι [τομαί]»
μαθημ. οι συζυγείς αντίθετες τομές, οι συζυγείς αντίστοιχες υπερβολές, ο καθένας από τους δύο κλάδους (Απολλ. Περγ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συζυγία — συζυγίᾱ , συζύγιος joined fem nom/voc/acc dual συζυγίᾱ , συζύγιος joined fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱ , συζυγία union fem nom/voc/acc dual συζυγίᾱ , συζυγία union fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίᾳ — συζυγίᾱͅ , συζύγιος joined fem dat sg (attic doric aeolic) συζυγίαι , συζυγία union fem nom/voc pl συζυγίᾱͅ , συζυγία union fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγία — η 1. σύζευξη. 2. (γραμμ.), ο τρόπος κλίσης των ρημάτων: Στην αρχαία ελληνική γλώσσα υπάρχουν δύο συζυγίες ρημάτων, η συζυγία των ρημάτων που λήγουν σε ω ( ομαι) και η συζυγία των ρημάτων που λήγουν σε μι ( μαι). 3. (αστρον.) το να βρίσκεται η… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συζυγίας — συζυγίᾱς , συζύγιος joined fem acc pl συζυγίᾱς , συζύγιος joined fem gen sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱς , συζυγία union fem acc pl συζυγίᾱς , συζυγία union fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίαι — συζυγίᾱͅ , συζύγιος joined fem dat sg (attic doric aeolic) συζυγία union fem nom/voc pl συζυγίᾱͅ , συζυγία union fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συζυγίαν — συζυγίᾱν , συζύγιος joined fem acc sg (attic doric aeolic) συζυγίᾱν , συζυγία union fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Сизигии — (συζυγια соединение) общее название полнолуний и новолуний, т. е. моментов, когда солнце, земля и луна расположены на одной прямой линии …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • συζυγιῶν — συζυγία union fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρανιακά νεύρα — Ονομασία 12 ζευγών νεύρων που ξεκινούν από την πρόσθια επιφάνεια του στελέχους του εγκεφάλου και, μέσα από ειδικές οπές του κρανίου, φτάνουν μέχρι τα όργανα και τους ιστούς της κεφαλής και του τραχήλου και τα νευρώνουν. Από αυτά μόνο ένα, το… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”